- διαφοινίσσομαι
- διαφοινίσσομαι (Α)γίνομαι κόκκινος, κατακοκκινίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφοινίσσονται — διαφοινίσσομαι become quile red pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)